Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμφαίνω — ΜΑ [φαίνω] μέσ. συμφαίνομαι εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο μσν. λάμπω μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συμφανής — ές, Α [συμφαίνομαι] εμφανής, καταφανής, προφανής … Dictionary of Greek